τόρνευση

τόρνευση
η
τορνάρισμα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τόρνευση — η / τόρνευσις, εύσεως, ΝΜΑ [τορνεύω] η ενέργεια τού τορνεύω, κατεργασία με τόρνο ξύλινου, μεταλλικού ή άλλου αντικειμένου, τορνάρισμα …   Dictionary of Greek

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

  • τόρνευμα — το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν [τορνεύω] νεοελλ. 1. η τόρνευση, το τορνάρισμα 2. το αποτέλεσμα τού τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο μσν. αρχ. στον πληθ. τὰ τορνεύματα τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα αρχ. η περιστροφική κίνηση τού… …   Dictionary of Greek

  • γαλάλιθος — Τεχνητή πλαστική ύλη που παρασκευάζεται από την καζεΐνη του γάλακτος με φορμαλδεΰδη. Είναι σώμα άχρωμο, άγευστο και δεν αναφλέγεται. Έχει ειδικό βάρος 1,3 1,4, δεν αντέχει πολύ στο νερό και μπορεί να κατεργαστεί μόνο με σκάλισμα ή τόρνευση.… …   Dictionary of Greek

  • εκτορέας — ο χαλύβδινο εργαλείο με το οποίο κοιλαίνονται αντικείμενα, κυρίως μέταλλα, με τόρνευση …   Dictionary of Greek

  • εντορνία — ἐντορνία, η (Α) η ενέργεια τού εντορνεύω, η τόρνευση, το τόρνευμα …   Dictionary of Greek

  • ιντάλιο — το (άκλιτ.) 1. γλυφή ή χάραξη σε μέταλλο ή άλλη σκληρή ύλη 2. η τορνευτική ή το καλλιτέχνημα που δημιουργείται με την τόρνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. intaglio «γλυπτό»] …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • συμπεριτορνούμαι — όομαι, Α γίνομαι στρογγυλός με τόρνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περί + τορνῶ (< τόρνος)] …   Dictionary of Greek

  • τορνάρισμα — το, Ν [τορνάρω] η τόρνευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”